ἀνακοιτάζομαι

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακοιτάζομαι Medium diacritics: ἀνακοιτάζομαι Low diacritics: ανακοιτάζομαι Capitals: ΑΝΑΚΟΙΤΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: anakoitázomai Transliteration B: anakoitazomai Transliteration C: anakoitazomai Beta Code: a)nakoita/zomai

English (LSJ)

   A deflower a maiden, Sch.Opp.H.1.390.

Spanish (DGE)

desflorar a una doncella, Sch.Opp.H.1.390.

Greek Monolingual

ἀνακοιτάζομαι)
νεοελλ.
βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα
αρχ.
(κυρίως γι' αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα- + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω να κοιμηθώ». Το νεοελλ. ανακοιτάζομαι < ανα- + κοιτάζομαι, με τη νεοελλ. σημασία του ρ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοίταγμα].