Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποσκιρτώ

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)
νεοελλ.
μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη
μσν.
απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας
2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.