αποσκιρτώ
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)
νεοελλ.
μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλη
μσν.
απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας
2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.