αρχηγέτης

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀρχηγέτης, Α και ἀρχαγέτας [θηλ. -τις, η])
1. ο γενάρχης
2. ο αρχηγός, ο ηγέτης
αρχ.
1. ο οικιστής μιας πόλης
2. (θεός ή ήρωας) πολιούχος, προστάτης
3. (στη Σπάρτη) ο βασιλιάς
4. (στην Αθήνα) ἀρχηγέται
οι δέκα επώνυμοι ήρωες
5. η πρώτη αρχή, ο πρωταίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + ηγέτης < ηγούμαι.
ΠΑΡ. αρχ. αρχηγετεύω
νεοελλ.
αρχηγεσία].