ανακοπή
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
η (Α ἀνακοπή)
1. παρεμπόδιση, συγκράτηση, ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή
2. Ιατρ.. Καρδιοαναπνευστική ανακοπή απότομη παύση, από οποιαδήποτε αιτία, της καρδιακής ή της αναπνευστικής λειτουργίας ή και τών δύο μαζί, με αποτέλεσμα υποξία (ελάττωση του οξυγόνου) τών ιστών του σώματος.
αρχ.
1. (για κύματα) υποχώρηση, οπισθοχώρηση, τράβηγμα
2. τα νερά που απομένουν και λιμνάζουν μετά την πλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακόπτω.