ἀποστηθίζω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστηθίζω Medium diacritics: ἀποστηθίζω Low diacritics: αποστηθίζω Capitals: ΑΠΟΣΤΗΘΙΖΩ
Transliteration A: apostēthízō Transliteration B: apostēthizō Transliteration C: apostithizo Beta Code: a)posthqi/zw

English (LSJ)

(στῆθος)

   A repeat by heart, EM277.56, David Proll.5.22.

German (Pape)

[Seite 327] (von der Brust weg) aus dem Stegereif, ohne Künstelei reden, Damascius bei Suid. v. Σαλούστιος, im Ggstz von γράφειν εἰς κάλλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστηθίζω: (στῆθος), λέγω ἢ ἀπαγγέλω τι ἀπὸ στήθους, «ἄπ’ ἔξω», Ἀθανάσ., κλπ., πρβλ. Εὐστ. 974. 7: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ισμός, ό, ἀπαγγελία ἀπὸ στήθους, Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

1 saber de memoria παλαιὰν καὶ καινὴν γραφὴν ἀποστηθίσας Pall.H.Laus.11.4, del filósofo πολλά Dauid Prol.5.22, cf. EM 277.56G.
2 repetir de memoria οὐ γάρ ἐστι ταὐτὸν ἐς πλῆθος ἀποστηθίζειν Dam.Fr.138 (p.119).

Greek Monolingual

ἀποστηθίζω) στήθος
μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω.