ἀποστηθίζω
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
(στῆθος)
A repeat by heart, EM277.56, David Proll.5.22.
German (Pape)
[Seite 327] (von der Brust weg) aus dem Stegereif, ohne Künstelei reden, Damascius bei Suid. v. Σαλούστιος, im Ggstz von γράφειν εἰς κάλλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστηθίζω: (στῆθος), λέγω ἢ ἀπαγγέλω τι ἀπὸ στήθους, «ἄπ’ ἔξω», Ἀθανάσ., κλπ., πρβλ. Εὐστ. 974. 7: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ισμός, ό, ἀπαγγελία ἀπὸ στήθους, Ἐπιφάν.
Spanish (DGE)
1 saber de memoria παλαιὰν καὶ καινὴν γραφὴν ἀποστηθίσας Pall.H.Laus.11.4, del filósofo πολλά Dauid Prol.5.22, cf. EM 277.56G.
2 repetir de memoria οὐ γάρ ἐστι ταὐτὸν ἐς πλῆθος ἀποστηθίζειν Dam.Fr.138 (p.119).
Greek Monolingual
(Α ἀποστηθίζω) στήθος
μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω.