ανατρέχω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(AM ἀνατρέχω)
1. τρέχω ή κατευθύνομαι προς τα πίσω
2. θυμάμαι τα περασμένα, αναπολώ
νεοελλ.
καταφεύγω σε βοήθημα ή λεξικό
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι
2. ανιχνεύω, αναζητώ
3. αναπηδώ, ανασκιρτώ, ξεπετιέμαι
4. βλαστάνω, μεγαλώνω
5. εκτείνομαι, απλώνομαι.