αδυσώπητος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδυσώπητος, -ον) δυσωπῶ
νεοελλ.
ασυγκίνητος, ανελέητος, αμείλικτος, σκληρός
αρχ.
1. που δεν μπόρεσε κανείς να μεταβάλει την έκφραση του προσώπου του, δηλ. ο ατάραχος, ο απαθής, ο άκαμπτος
2. αυτός που δεν μπόρεσε κανείς να τον κάνει να κοκκινίσει από ντροπή, ο αναίσχυντος.