αχνάρι

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

και χνάρι, το
1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων
2. ίχνος, σημάδι
3. το πέλμα του ποδιού
4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν. ιχνάριον, υποκορ. του αρχ. ίχνος, με αφομοίωση του αρκτικού φωνήεντος προς το φωνήεν της συλλαβής που ακολουθεί (πρβλ. απάνω < επάνω, αργάτης < εργάτης, αστακός < οστακός)].