ἀπεννέπω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεννέπω Medium diacritics: ἀπεννέπω Low diacritics: απεννέπω Capitals: ΑΠΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: apennépō Transliteration B: apennepō Transliteration C: apennepo Beta Code: a)penne/pw

English (LSJ)

Trag. word, also ἀπενέπω (only lyr. E.IA552),

   A forbid: abs., A.Th.1058, E.Ph.1657; ἀ. τι forbid it, S.OC209; more freq. c. acc. et inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν E.Med.813, Heracl.556; ἀ. τινὰ μὴ ποιεῖν Id.Ion1282, HF1295; ἀ. τινὰ θαλάμων order him from the chamber, Id.IA552(lyr.).    2 c. acc.rei, deprecate, ἀνδροκμῆτας δ' . . ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεννέπω: τραγ. λέξις, ὡσαύτως ἀπενέπω (ἀλλὰ μόνον ἐν Λυρ. χωρίῳ, Εὐρ. Ι. Α. 553): - ὡς τὸ ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω: ἀπολ., Αἰσχύλ. Θήβ. 1053, κτλ.· ἀπενν. τι, ἀπαγορεύειν, μὴ ἐπιτρέπειν, τί τόδ’ ἀπεννέπεις, γέρον; Σοφ. Ο. Κ. 209· συνηθέστερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ἀπενν. τινὰ ποιεῖν Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρακλ. 556· ἀπ. τινὰ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἴων. 1282, κτλ.: - ἀπ. τινὰ θαλάμων, ἀποδιώκειν αὐτὸν ἐκ τῶν θαλάμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 553. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀποστέργω, ἀνδροκμῆτας δ’… ἀπεννέπω τύχας Αἰσχύλ. Εὐμ. 957.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπενέπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀπενέπω E.IA 552
1 prohibir, decir que no abs. ἀπεννέπω δ' ἐγώ A.Th.1053, κἂν ἀπεννέπῃ πόλις E.Ph.1657
c. ac. int. OI. ἀλλὰ μή -XO. τί τόδ' ἀπεννέπεις, γέρον; ED. Pero no ... CO. ¿A qué dices que no, viejo? S.OC 209.
2 apartar, impedir, vetar c. ac. de cosa ἀνδροκμῆτας δ' ἀώρους ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957, c. ac. de pers. y gen. ἀπενέπω νιν ἀμετέρων ... θαλάμων rechazo a esta ... lejos de mi tálamo E.IA 552
c. ac. e inf. prohibir, impedir a uno hacer algo δρᾶν σ' ἀπεννέπω τάδε E.Med.813, οὐδ' ἀπεννέπω ... θνῄσκειν σ' E.Heracl.556, c. μή no traducible ἀπεννέπω σε μὴ κατακτείνειν ἐμέ E.Io 1282, ἀπεννέπουσά με μὴ θιγγάνειν γῆς E.HF 1295.

Greek Monolingual

ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α)
1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω
2. αποδοκιμάζω, αποστέργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»].