βοτρυδόν

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῡδόν Medium diacritics: βοτρυδόν Low diacritics: βοτρυδόν Capitals: ΒΟΤΡΥΔΟΝ
Transliteration A: botrydón Transliteration B: botrydon Transliteration C: votrydon Beta Code: botrudo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.

German (Pape)

[Seite 455] traubenförmig, πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blüthenstande, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

(βοτρῡδόν)
adv. en racimos τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ... β. Thphr.HP 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.Im.1.31.3
fig. de abejas en enjambre β. πέτονται Il.2.89, cf. Philostr.VA 3.46, Gp.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550, de una multitud, Luc.Pisc.42.

Greek Monolingual

βοτρυδόν και βοτρυηδόν επίρρ. (Α) βότρυς
πυκνά, με αφθονία σαν τις ρόγες του σταφυλιού.