αγωνιώ
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
(Α ἀγωνιῶ, -άω) ἀγωνία
κατέχομαι από αγωνία, ανησυχώ υπερβολικά, φοβάμαι
νεοελλ.
καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, παιδεύομαι, μοχθώ
αρχ.
αγωνίζομαι με προθυμία και ζήλο, παλεύω, συναγωνίζομαι.