δισσολογώ

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

δισσολογῶ (-έω) (AM)
φέρνω αντίρρηση, δυσανασχετώ
αρχ.
1. λέγω δύο φορές τα ίδια πράγματα, χρησιμοποιώ δισσολογία.
2. επαναλαμβάνω
3. αλλάζω γνώμη
4. αφήνω ασαφές
5. (το ουδ. μτχ. πληθ.) τα δισσολογούμενα
όσα εκφέρονται με δύο τρόπους (π.χ. ορός και ορρός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -λογώ < λόγος.