δώμα
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Greek Monolingual
το (AM δῶμα)
1. επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα
2. μέρος σπιτιού, διαμέρισμα («τα δώματα της βασίλισσας»)
μσν.- νεοελλ.
«ουράνιο δώμα» — ουρανός, ουράνιος θόλος
αρχ.
1. σπίτι
2. οικογένεια, γενιά
3. ναός
4. φρ. «κατὰ δώμα» — στο σπίτι
5. «δῶμ’ Ἀΐδαο» — ο κάτω κόσμος
6. «δῶμα Καδμεῑον» — η Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώμα εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας dem- η οποία απαντά στα δεσπότης, δόμος. Η σύνδεση με αρμ. tun «σπίτι», γεν. tan είναι αμφίβολη. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι η λ. προήλθε από την αιτιατική ενός αρσενικού ονόματος dōmm που έφερε την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και το οποίο λόγω της καταλήξεως -μα θεωρήθηκε ως ουδέτερο].