Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκφυλίζω

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

1. αλλοιώνω τη φύση κάποιου
2. μέσ. υφίσταμαι αλλοιώσεις πνευματικές ή και σωματικές, διαφθείρομαι
«εκφυλισμένος άνθρωπος»
3. μτφ. (για αρρώστια και ανώμαλη ενέργεια ή κατάσταση) χάνω την οξύτητά μου
«η αρρώστια, η επανάσταση, η απεργία κ.λπ. εκφυλίστηκε»).