επιμαίομαι

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ἐπιμαίομαι (Α)
1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» — προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.)
2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.)
3. ψηλαφώ, αγγίζωἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.)
4. (για τη νύχτα) έρχομαι αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαίομαι «επιχειρώ, προσπαθώ»].