επιδικάζω
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Greek Monolingual
(AM ἐπιδικάζω)
(για δικαστήριο ή δικαστική απόφαση) αναγνωρίζω δικαίωμα ή απαίτηση («το δικαστήριο του επιδίκασε χίλιες δραχμές αποζημίωση»)
αρχ.
1. μέσ. (για ενάγοντα) καταφεύγω στα δικαστήρια για να βρω το δίκιο μου («προσαγορεύειν δὲ τὲν φόνον τῷ δράσαντι καὶ ἐπιδικασάμενον ἐν ἀγορᾷ κηρῡξαι τῷ κτείναντι», Πλάτ.).
2. μέσ. κινώ δικαστική αγωγή, προβάλλω αξιώσεις
3. φρ. «ἐπιδικάζομαι τῆς ἐπικλήρου» — ζητώ να εγκριθεί με δικαστική απόφαση ο γάμος μου με επίκληρο γυναίκα.