Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίκλητος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίκλητος, -ον) επικαλώ
νεοελλ.
αυτός που τον επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια
αρχ.
1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό
2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.)
3. αυτός που καλείται, που ενάγεται στο δικαστήριο
4. (για προσκεκλημένους) υπεράριθμος
5. ξένος, από ξένη χώρα, αλλοδαπός
6. διακεκριμένος, επίσημος
7. επονομαζόμενος, καλούμενος («πηγή ἐπίκλητος Σιαγόνος», Ωριγ.)
8. αυτός που καλείται σ’ ένα αξίωμα, επομένως διακεκριμένος, επιφανής
9. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίκλητος
ἐπίξενος, δαιτυμών»
10. ο πληθ. ως ουσ. οἱ ἐπίκλητοι
οι σύμβουλοι του βασιλιά τών Περσών.