ἑρσήεις

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρσήεις Medium diacritics: ἑρσήεις Low diacritics: ερσήεις Capitals: ΕΡΣΗΕΙΣ
Transliteration A: hersḗeis Transliteration B: hersēeis Transliteration C: ersieis Beta Code: e(rsh/eis

English (LSJ)

Ep. ἐερσ- (Dor. ἑρσάεις Hymn.Is.167), εσσα, εν,

   A dewy, λωτόν θ' ἑρσήεντα Il.14.348 ; λειμών AP9.668.3 (Marian.) : metaph., of a corpse, οἷον ἐερσήεις κεῖται fresh, Il.24.419 ; νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος..κεῖσαι ib.757.

German (Pape)

[Seite 1035] εσσα, εν, ep. auch ἐερσήεις, thauig, bethaut, saftig, frisch, λωτός Il. 14, 348; übertr. vom getödteten Hektor, ἑρσήεις καὶ πρόσφατος κεῖσαι 24, 757, οἷον ἐερσήεις κεῖται 419, noch frisch, eben gestorben, nicht in Verwesung übergegangen; κύπειρος H. h. Merc. 107; λειμών Mar. Schol. 2 (IX, 668); οὔρεα Anyt. 8 (Plan. 231).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρσήεις: Ἐπικ. ἐερσ-, εσσα, εν, δροσερός, πλήρης δρόσου, λωτὸν ἑρσήεντα Ἰλ. Ξ. 348˙ λειμὼν Ἀνθ. Π. 9. 668, κτλ˙ μεταφ. ἐπὶ πτώματος, οἷον ἐερσήεις κεῖται, δροσερός, Ἰλ. Ω. 419˙ νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι, περὶ τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἕκτορος, αὐτόθι 757.

French (Bailly abrégé)

et ἐερσήεις;
ήεσσα, ῆεν;
couvert de rosée, baigné de rosée.
Étymologie: ἕρση et ἐέρση.

English (Autenrieth)

εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.

Greek Monolingual

ἑρσήεις, -εσσα, -εν και επικ. τ. ἐερσήεις, -εσσα, -εν και δωρ. ἑρσάεις, -εσσα, -εν (Α) έρση
1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών»)
2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος.