Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επωμίδα

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η (AM ἐπωμίς)
φρ. «επωμίδες ιστού» — κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη του ιστού του σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω του θωρακίου και τών δίζυγων του ιστού
νεοελλ.
1. πλέγμα με τα διακριτικά του βαθμού που προσαρμόζεται στους ώμους της στολής τών αξιωματικών
αρχ.-μσν.
1. η ακρωμία, το άνω άκρο του βραχίονα που συνδέεται με την κλείδα
2. το αρχιερατικό ωμοφόριο
αρχ.
1. το πίσω μέρος του αυχένα
2. ο ώμος
3. το μέρος του γυναικείου χιτώνα που στερεωνόταν με περόνη στον ώμο
4. πληθ. αἱ ἐπωμίδες
τα θυρόφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώμος + υποκοριστική κατάλ. -ις].