επωμίδα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
η (AM ἐπωμίς)
φρ. «επωμίδες ιστού» — κομμάτια ξύλου, προσαρμοσμένα γύρω από τη στήλη του ιστού του σκάφους. Χρησιμεύουν για τη στήριξη εκ τών κάτω του θωρακίου και τών δίζυγων του ιστού
νεοελλ.
1. πλέγμα με τα διακριτικά του βαθμού που προσαρμόζεται στους ώμους της στολής τών αξιωματικών
αρχ.-μσν.
1. η ακρωμία, το άνω άκρο του βραχίονα που συνδέεται με την κλείδα
2. το αρχιερατικό ωμοφόριο
αρχ.
1. το πίσω μέρος του αυχένα
2. ο ώμος
3. το μέρος του γυναικείου χιτώνα που στερεωνόταν με περόνη στον ώμο
4. πληθ. αἱ ἐπωμίδες
τα θυρόφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώμος + υποκοριστική κατάλ. -ις].