εὐάγκαλος
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
ον, (ἀγκάλη)
A easy to bear in the arms, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck ἄγκυλον) ; φόρτος, of Anchises, Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; pleasant to embrace, Luc.Am.25.
German (Pape)
[Seite 1055] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, ἄχθος οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. φορτίον, Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. ὁμίλημα Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. εὔφορτος. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, λιμήν.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγκᾰλος: -ον, (ἀγκάλη) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· τόξον Εὐρ. Ἀποσπ. 782 (ἔνθα ὁ Nauck ἄγκυλον)· φόρτος Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: εὐάρεστος πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, εὐρύχωρος, λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on porte facilement dans ses bras ; fig. facile à supporter.
Étymologie: εὖ, ἀγκάλη.
Greek Monolingual
εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)
3. αυτός που είναι ευχάριστος να τον αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)
4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός του αγκάλη), πρβλ. υπ-άγκαλος].