αδράνεια

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (Α ἀδράνεια) ἀδρανής
1. απραξία, έλλειψη δραστηριότητας, αδυναμία
2. (Φυσ.). η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να αντιστέκονται σε ό,τι επιχειρεί να μεταβάλει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται (π.χ. να τά θέσει σε κίνηση όταν ακινητούν), να μεταβάλει την ταχύτητα τους (κατά μέτρο ή διεύθυνση), αν ήδη κινούνται, ή τέλος να μεταβάλει το ηλεκτρικό ρεύμα που περνά από αυτά ή το ηλεκτρικό φορτίο που έχουν.