εὐστάθεια

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστάθεια Medium diacritics: εὐστάθεια Low diacritics: ευστάθεια Capitals: ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ
Transliteration A: eustátheia Transliteration B: eustatheia Transliteration C: efstatheia Beta Code: eu)sta/qeia

English (LSJ)

[ᾰ] (also εὐσταθ-ία IPE12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), poet. εὐσταθίη AP12.199 (Strat.)), ἡ,

   A stability, tranquillity, coupled with εὐνομία, Ph. 1.248; κατὰ τὰς πόλεις ib.680; ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως IPE12.94.11 (Olbia); τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν OGI669.4 (Egypt, i A.D.); εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ SIG1109.15 (ii A.D.).    2 esp. of bodily health, εὐ. σαρκός Epicur. Fr.8, 424, Olympic. ap. Gal.10.56.    3 of persons, εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ self-possession, Hp. Decent.12; stedfastness, tranquillity, Phld.Mus.p.33K., Ph.1.231, al.; ἐν βουλαῖς Plu.2.342f, al.; τῆς ψυχῆς Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. Tetr.11; steadiness, ὁρμῶν Stoic.3.65.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάθεια: ἡ, σταθερότης, καλὴ κατάστασις, εὐημερία, Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ ὑπὲρ εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ οὕτως Ἰων. εὐσταθίη Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fermeté, stabilité, consistance, équilibre du corps et de l’intelligence.
Étymologie: εὐσταθής.

Greek Monolingual

η (Α εὐστάθεια και εὐσταθία, Α και εὐσταθίη) ευσταθής
1. το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια του πλοίου» β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῡ θεοῡ ἐκκλησιῶν»)
2. ησυχία, ασφάλειαεὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)
3. ψυχική ισορροπίαευστάθεια χαρακτήρα»)
αρχ.
1. (για τη σωματική υγεία) καλή κατάσταση
2. (για πρόσ.) αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτησηεὐστάθεια ὁρμῶν» — η εγκράτεια στις ορμές, Στωικ.).