ευφημισμός
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐφημισμός) ευφημίζω
1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία
2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες («ἔστι δὲ τὸ σχῆμα εὐφημισμός, ἀγαθῆ κλήσει περιστέλλον τὸ φαῡλον», Ευστ.)
3. φρ. «ἀπ' εὐφημισμοῡ» ή «κατ᾿ εὐφημισμόν» — με ευοίωνο αντί για δυσοίωνο ή δυσάρεστο όνομα.