ζωογονώ
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
(AM ζωογονῶ, -έω) ζωογόνος
1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση»)
2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικά
νεοελλ.
αποκτώ ζωή
αρχ.
1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ», Θεόφρ.)
2. (για ζώα) γεννώ, ζωοτοκώ
3. μέσ. ζωογονούμαι
γεννιέμαι, παράγομαι
4. διατηρώ κάτι ζωντανό, στη ζωή
5. φρ. (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το κεφάλι του) «ζωογονῶ παρθένον» — γεννώ παρθένο ζωντανή.