ἵλημι
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ῑ],= foreg., only in imper. ἵληθι, in prayers,
A be gracious! Od.3.380, 16.184, h.Hom.20.8, etc.: Aeol. ἔλλᾱθι (q. v.): Dor. ἵλᾰθι Theoc.15.143, Luc.Epigr.22; both together, ἵλᾰθ', ἄναξ, ἵληθι AP 12.158 (Mel.): pl., ἵλᾰτε A.R.4.984, Man.6.754. (Prob. pf. imper. fr. se-sl-; Aeol. ἔλλ- points to εἵλ- as the true Ion. spelling; Dor. pf. part. dat. ἱλαότι (leg. εἱλ-) Hsch.: ῑ is genuine in ἵλεως, ἱλάσκομαι [fr. si-sl-].)
German (Pape)
[Seite 1251] nur imperat.; ἵληθι, sei gnädig, als Anruf an die Gottheit, Od. 3, 380. 16, 184; ἵλᾰθι, Theocr. 15, 145, Luc. ep. 12 (XI, 400); Mel. 21 XII, 1581 vrbdt ἵλαθ' ἄναξ ἵληθι. – Dazu conj. perf. εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι, versöhnt, gnädig sein, Od. 21, 364; bei sp. D. optat., ἱλήκοις, ὦ Ζεῦ u. ä., Rufin. 11 (V, 73) Agath. 60 (IX,154) Coluth. 250; auch Alciphr. 3, 68, ἱλήκοιτε, neben εὐμενεῖς εἴητε.
Greek (Liddell-Scott)
ἵλημι: ῑ, = τῷ προηγμ., ἀλλ’ ἴσως ἐν χρήσει μόνον κατὰ προστ., ἵληθι, ἐν προσευχαῖς, γενοῦ ἵλεως! Ὀδ. Γ. 380, Π. 384· μεταγεν. ἵλᾰθι Θεόκρ. 15. 143, Ἀνθ. Π. 11. 400· ἀμφότερα, ἵλᾰθ’, ἄναξ, ἵλη, Ἀνθ. Π. 12. 158· πληθ. ἵλᾰτε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 984.
French (Bailly abrégé)
prés. impér. 2ᵉ sg. ἵληθι, sbj. pf. 3ᵉ sg. ἱλήκῃσι;
être propice, favorable.
Étymologie: ἵλαος.
English (Autenrieth)
imp. ἵληθι, perf. subj. ἷλήκησι, opt. ἷλήκοι; be propitious, gracious, Od. 3.380. (Od.)
Greek Monolingual
ἵλημι (Α)
ιλήκω («ἵληθι, ἵλαθ' ἄναξ, ἵλατε» — ελέησέ μας, δείξε έλεος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην προστ. ἵληθι για το οποίο βλ. λ. ιλάσκομαι].