κακοφραδής

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφρᾰδής Medium diacritics: κακοφραδής Low diacritics: κακοφραδής Capitals: ΚΑΚΟΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: kakophradḗs Transliteration B: kakophradēs Transliteration C: kakofradis Beta Code: kakofradh/s

English (LSJ)

ές, (φράζομαι) poet. word,

   A bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as Adv., foolishly, Euph.98.2.

German (Pape)

[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.

Greek Monolingual

κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο-φραδής.