καθετήρας

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

ο (Α καθετήρ, -ῆρος) καθίημι
1. ιατρ. εργαλείο αποτελούμενο από μεταλλικό, λαστιχένιο ή πλαστικό σωλήνα που εισάγεται στις κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος για θεραπευτικούς, διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς
2. γεωτρύπανο
αρχ.
1. καθετί που μπαίνει μέσα σε κάτι και ειδ. κομμάτι από λινό ύφασμα που τοποθετείται μέσα σε πληγή
2. αλιευτική ορμιά
3. περιδέραιο, κάθεμα
4. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο χρησιμοποιούμενο για την κένωση της ουροδόχου κύστεως ή για κλύσματα.