κακηπελία
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
Ep. κακηπελίη, ἡ,
A evil plight, opp. εὐηπελία, Id.Th.319, Doroth. ap. Heph.Astr.3.36.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηπελία: ἡ, κακὴ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ εὐηπελία, Νικ. Θηρ. 319.
Greek Monolingual
κακηπελία και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α)
η κακή κατάσταση υγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακήπελος < κακ(ο)- + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ-ηπελία). Για το -η- του τ. βλ. κακηπελέων.