κάλανδρος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lark, Dionys.Av.3.15.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
Greek Monolingual
ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].