καθαριότητα

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) καθάριος
1. η ιδιότητα του καθάριου, η πάστρα
2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» — για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός
αρχ.
1. διαύγειακαθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.)
2. σαφήνεια στη γλώσσα
3. ηθική ακεραιότητα, ευσυνειδησία
4. κομψότητα, λεπτότητα, εξευγενισμός
5. απλότητα, λιτότητακαθαρειότης τῆς διαίτης», Πλούτ.)
6. ιατρ. (για το χέρι του γιατρού) επιδεξιότητα.