επαρώμαι

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ἐπαρῶμαι, -άομαι (Α)
1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.)
2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.)
3. υπόσχομαι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»].