εξαναφέρω
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
(AM ἐξαναφέρω)
1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.)
2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια
3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ. αντέχω στη θύελλα («ἀρετῇ και προθυμίᾳ ναυτῶν καὶ κυβερνητῶν ἐξανέφερε», Πλούτ.)
3. (αμτβ.) αναλαμβάνω από ασθένεια, συνέρχομαι, θεραπεύομαι
4. (αμτβ.) έχω αντοχή, αντέχω, καρτερώ, υπομένω
5. εμφανίζω, δείχνω, παρουσιάζω.