κλεισίον
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
τό,
A outhouse, shed, τῆς οἰκίας τὸ κ. Antiph.21, cf. Lys.12.18, D.18.129 (here perh. = brothel), IG11(2).158 A56, 287 A146 (Delos, iii B.C.), BCH35.243 (ibid., ii B.C.), Ephes. 2.75 (i B.C.): pl., sheds for cattle, D.Chr.40.9. 2 shrine, chapel, Paus.4.1.7, BCH33.72 (Cappadocia). [First syll. long in Antiph. l.c.; written κλεισίον IG l.c., BCH35l.c., Hdn.Gr.1.356, 2.415, Ael. Dion.l.c.; later κλις- Ephes.l.c., BCH33 l.c., freq. in codd.; prob. fr. κλίνω as 'lean-to', 'penthouse', rather than fr. κλείω as stated by Poll.9.50.]
Greek Monolingual
κλεισίον και κλισίον, τὸ (Α)
1. στεγασμένη αυλή που χρησιμοποιούνταν ως σταθμός κτηνών ή ως εργαστήριο («τῶν κλεισίων, οἷς ὑποδύεται τὰ πρόβατα», Δίων Χρυσ.)
2. καλύβα, ευτελής οικίσκος («τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλίσιον μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν», Λυσ.)
3. ευτελές οίκημα πόρνης, πορνείο
4. βωμός ή ναΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλισίον (< κλίνω). Το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κλείω.