καυχός
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
καυχοῦς,
A v. χαλκός, χαλκοῦς. κάφα· λουτήρ (Lacon.), Hsch. (Lacon.form of σκάφη). καφάζειν· γελᾶν, Id. καφάν, Dor. for κηφήν, Id. καφίδιος, v. κηφ-. κάφος, = κάπος, EM 499.38.
Greek Monolingual
καυχός και καυχοῡς, ὁ (Α)
επιγρ. χαλκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καυχός είναι κρητικός και προήλθε < αμάρτυρο καλχός < χαλκός με μετάθεση της δασύτητας].