κατακλείδα

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

η (Α κατακλείς, Α και κατάκλεις και ιων. και επικ. τ. κατακληίς)
το τελευταίο μέρος στίχου, συστήματος στίχων ή επιστολής, ο επίλογος ή η στερεότυπη φράση στην οποία καταλήγουν ορισμένου είδους διηγήσεις, π.χ. η κατάληξη τών παραμυθιών («και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)
νεοελλ.
1. όργανο ή εξάρτημα εργαλείου με το οποίο εμποδίζεται η κίνηση του τροχού κατ' ανάστροφη διεύθυνση, καστανιόλα
2. σίδερο που εμβάλλεται εγκάρσια στον άξονα για να συγκρατεί τον τροχό
αρχ.
1. εργαλείο που χρησιμοποιούνταν για το κλείσιμο της πόρτας
2. η σύναψη της κλείδας του οστού με το στέρνο
3. θήκη βελών, φαρέτρα
4. στον πληθ. αἱ κατακλεῑδες
το φράγμα διώρυγας
5. είδος αρσενικής αγκιστροειδούς κόπιτσας με την οποία γίνεται η θηλύκωση ορισμένων φορεμάτων
6. η περιοχή γύρω απο την κλείδα του στέρνου
7. η τελική παρατήρηση, το συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλείς «κλειδί»].