αμόρφωτος
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.
1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,
2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος
αρχ.
αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].