λίβας

From LSJ
Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek (Liddell-Scott)

λίβας: ὡς καὶ νῦν ἀντὶ λίψ, ἄνεμος ἐκ Λιβύης, Cod. Reg. 2147, fol. 59v.

Greek Monolingual

ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας)
πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία προέρχεται
αρχ.
1. ο νότος («πρὸς βορρᾱν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ θάλασσαν», ΠΔ)
2. η δύση ή η δυτική πλευρά (α. «λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον», ΚΔ
β. «κατηύθυνεν αὐτὰ κάτω πρὸς λίβα τῆς πόλεως Δαυΐδ», ΠΔ)
3. φρ. α) «πρωινὸς λίψ», «μεσημβρινὸς λίψ», «ὀψινὸς λίψ» — θέση αστέρα προς δυσμάς του ορίζοντα, κατά την ανατολή, μεσημβρία και δύση
β) «λιβὸς εἰς ἀπηλιώτην» ή «λίβα εἰς ἀπηλιώτην» — από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα λιβ- της ρίζας λειβ- του λείβω].