μέθυσος
English (LSJ)
A drunk with wine, prop. only fem., μέθυσος Ἀμαζών Hecat. 34 J.; μεθύση γραῦς Ar.Nu.555, cf. V.1402, Phryn.129, Poll.6.25. 2 later also, of men, μεθύσους τοὺς ἐμπόρους ποιεῖ Men.67.1, cf. Com.Adesp.384, LXX Pr.23.21, 1 Ep.Cor.5.11, Plu.Brut.5, Luc.Tim.55, S.E.P.3.195; drunken, intemperate, Ceb.34, Jul.Caes.330c.
German (Pape)
[Seite 114] weintrunken, berauscht, od. den Trunk liebend, μεθύση γραῦς, Ar. Nubb. 547; u. so auch sonst bes. von Weibern, vgl. Lob. Phryn. 151; vom Manne Men. bei Ath. X, 442 d, wie Luc. Tim. 55; Plut. Brut. 5.
Greek (Liddell-Scott)
μέθῠσος: ὡς καὶ νῦν, κυρίως ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ θηλ., μεθύση γραῦς Ἀριστοφ. Νεφ. 555, Σφ. 1393, κτλ., ἴδε Φρύνιχ. 151, Α. Β. 107, Θωμᾶν Μάγιστρ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγενεστ. ὡσαύτως, 2) ἐπὶ ἀνδρῶν, μεθύσους τοὺς ἐμπόρους ποιεῖ Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 2, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 5, Λουκ. Τίμωνα 55· ἔκδοτος εἰς τὴν οἰνοποσίαν, μέθυσον καὶ ἀκρατῆ εἶναι Κέβητος Πίν. 34· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ., ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ivre.
Étymologie: μέθυ.
English (Strong)
from μεθύω; tipsy, i.e. (as noun) a sot: drunkard.
English (Thayer)
μεθύσῃ, μέθυσον, in later Greek also of two terminations (μέθυ, see μέθη), drunken, intoxicated: μέθυσος ἀνήρ, οὐκ ἐρεῖς, ἀλλά μεθυστικός. γυναῖκα δέ ἐρεῖς μέθυσον καί μεθυσην (Aristophanes); but Menander, Plutarch, Lucian, Sextus Empiricus, others (the Sept., Lob. ad Phryn., p. 151.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μέθυσος, -ον)
αυτός που συνηθίζει να μεθάει, μεθύστακας
αρχ.
ακρατής, ασυγκράτητος, ακόλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί, κέφι» + επίθημα -σος (πρβλ. βάναυ-σος)].