ἄκραντος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκραντος Medium diacritics: ἄκραντος Low diacritics: άκραντος Capitals: ΑΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: ákrantos Transliteration B: akrantos Transliteration C: akrantos Beta Code: a)/krantos

English (LSJ)

ον, poet. Adj. (in Hom. ἀκράαντος, q. v.),

   A unfulfilled, fruitless, idle, ἔπεα, ἐλπίδες, Pi.O.1.86, P.3.23; τέχναι A.Ag.249:— neut.pl. as Adv., in vain, Pi.O.2.87; ἄκραντα βάζω A.Ch.882; οὐδ' ἄκρανθ' ὡρμήσαμεν E.Ba.435, cf. 1231; ἄκραντ' ὀδύρῃ Supp.770.    2 ineffectual, νύξ A.Ch.65.

German (Pape)

[Seite 80] unvollendet, nicht in Erfüllung gehend, Pind. ἐλπίδες P. 3, 23; ἔπεα Ol. 1, 86; ἄκραντα γαρύειν Ol. 2, 96, wie Aesch. βάζειν Ch. 869 (vgl. ἄκραντα ἠκούσατε Eur. Iph. T. 520; Bacch. 1229); τέχναι Κάλχαντος Ag. 240; νύξ Ch. 63, unendliche oder tiefe Nacht; ἄκραντα adv., ὁρμᾶν Eur. Bacch. 435; βακχεύειν Herc. Fur. 897.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκραντος: -ον, ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ Ὁμηρ. ἀκράαντος, = ἀνεκτέλεστος, ἀνεκπλήρωτος, ἄκαρπος, ἀργός, ἔπεα, ἐλπίδες, Πινδ. Ο. 1. 137, Π. 3. 41· τέχναι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 249: - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. ματαίως, Πινδ. Ο. 2. 158· ἄκραντα βάζω, Αἰσχύλ. Χο. 882· οὐδ’ ἄκραντ’ ἐκάμνομεν, Εὐρ. Βάκχ. 435· ἄκραντ’ ὀδύρει, ὁ αὐτ. Ἱκ. 770. - Περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 65, ἴδε ἐν λέξ. ἄκρατος, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne se réalise pas, sans résultat (parole, espérance) ; adv. • ἄκραντα en vain;
2 qui ne finit pas.
Étymologie: ἀ, κραίνω.

English (Slater)

ᾰκραντος, -ον
   1 not to be fulfilled οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι (O. 1.86) ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23) n. pl. pro subs. μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον (O. 2.87)

Spanish (DGE)

-ον
que no se cumple, vano ἔπεα Pi.O.1.86, ἐλπίδες Pi.P.3.23, τέχναι Κάλχαντος A.A.249
neutr. plu. como adv. en vano κόρακες ὣς ἄ. γαρυέτων Pi.O.2.87, ἀκούειν E.Ba.1231, ὁρμᾶν E.Ba.435, βακχεύειν E.HF 898.

Greek Monolingual

ἄκραντος, -ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α)
1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα
μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» — ο δε τ. ἄκραντος < κραίνω].