ἀλαβάρχης

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰβάρχης Medium diacritics: ἀλαβάρχης Low diacritics: αλαβάρχης Capitals: ΑΛΑΒΑΡΧΗΣ
Transliteration A: alabárchēs Transliteration B: alabarchēs Transliteration C: alavarchis Beta Code: a)laba/rxhs

English (LSJ)

   A v. Ἀραβάρχης.

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, auch ἀλάβαρχος, ὁ, eigtl. Schreiber, bes. Zollpächter, Zolleinnehmer. – Ein anderes Wort scheint es bei Ios. Antiqu. 19, 5, 1, wo es die höchste Obrigkeit der Juden in Aegypten bedeutet, von unsicherer Ableitung.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαβάρχης: ἴδε ἐν λ. ἀραβάρχης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux écritures ; intendant, percepteur ; magistrat suprême chez les Juifs d’Alexandrie.
Étymologie: ἄλαβα, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ prob. administrador general de impuestos I.AI 18.159, en Licia TAM 2.256 (imper.), en Eubea IG 12.Suppl.673 (crist.), cf. dud. en PSI 776.23 (II/III d.C.).

Greek Monolingual

ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α)
1. υπάλληλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια
2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών Ιουδαίων στην Αλεξάνδρεια (αλλ. αραβάρχης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀραβάρχης, με ανομοίωση του ρ σε λ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαβαρχία, ἀλαβαρχῶ].