αμεταχείριστος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμεταχείριστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον μεταχειρίζεται ή δεν τον μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεταχειριστεί, να τον χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταχειρίζω, μεταχειρίζομαι].