ἀμνησίκακος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ον,
A forgiving, Nic.Dam.p.110D. Adv. -κῶς D.S.31.8.
German (Pape)
[Seite 126] des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνησίκακος: -ον, ὁ μὴ μνησίκακος, ὁ μὴ φυλάττων πάθος ἐκδικήσεως, συγχωρητικός, Νικ. Δαμασκ., Ἐκκλ.: ― Ἐπίρρ. -κως, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ον
1 que olvida las ofensas, que perdona ἀκέραιοι ἦτε καὶ ἀμνησίκακοι εἰς ἀλλήλους 1Ep.Clem.2.5, ἀμνησίκακοι ... γενόμενοι κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν Clem.Al.Strom.7.14.84, cf. Herm.Mand.8.10
•subst. τὸ ἀ. la capacidad de perdonar Ph.2.75, Clem.Al.Paed.1.5.14.
2 adv. -ως perdonando, habiendo perdonado D.S.31.8, 1Ep.Clem.62.2, Clem.Al.Strom.4.22.137.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)
αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τον έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μνησίκακος.
ΠΑΡ. ἀμνησικακία
αρχ.
ἀμνησικακῶ].