αμφότεροι

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

-ες, -α (ΑΜ ἀμφότεροι, -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)
και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος
(κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί»
αρχ.
(στον εν.)
1. καθένας, έκαστος
2. αυτός που μετέχει και στους δύο
3. (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως επίρρημα) ἀμφότερον, ἀμφότερα και τα δύο, εξίσου, ομοίως
4. στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό
5. (επιρρ. φρ.) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και προς τις δύο πλευρές, και προς τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο ένας μαζί με τον άλλο
6. στη Μυκηναϊκή το επίθετο απαντά σε πινακίδα που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (a-po-te-ra).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αντί του τ. ἄμφω, τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η σημασία που δήλωνε το ἀμφότεροι εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο ένας και ο άλλος».
ΠΑΡ. (αρχ). ἀμφοτεράκις, ἀμφοτέρῃ, ἀμφοτερίζω, ἀμφοτέρωθεν, ἀμφοτέρωθι, ἀμφοτέρωσε νεοελλ. αμφοτερότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμφοτερόγλλωσσος, ἀμφοτερόπλους αρχ.-μσν. ἀμφοτεροδέξιος μσν. ἀμφοτερογνώμων, ἀμφοτεροδύναμος, ἀμφοτερόφθαλμος νεοελλ. αμφοτεροβαρής].