αναγκεύω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
Ι. ενεργ.
1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται
2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ
3. ενοχλώ, βασανίζω
4. χτυπώ κάποιον δυνατά
ΙΙ. μέσ.
1. αναγκάζομαι, πιέζομαι
2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ
3. προσβάλλομαι από σοβαρή ασθένεια
4. δαιμονίζομαι, παραφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη.
ΠΑΡ. αναγκεμένος].