αναγνωστήριο

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

και -τήρι, το (Α ἀναγνωστήριον) ἀναγνώστης
αίθουσα κατάλληλα διαρρυθμισμένη για διάβασμα σε βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ή πολιτιστικά ιδρύματα κ. λ. π.
νεοελλ.
σχολικό όργανο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης (ορθός πίνακας) με τρεις ή έξι οριζόντιους κανόνες, όπου οι αρχάριοι μαθητές τοποθετούσαν γράμματα από χαρτόνι για να σχηματίσουν λέξεις
μσν.
αναλόγιο για την ανάγνωση του Ευαγγελίου στους ναούς
αρχ.
θρανίο διαβάσματος, αναλόγιο.