αναλαμπή

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

η αναλάμπω
1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα
2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς
3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα
4. ξαφνική και σύντομη επάνοδος τών αισθήσεων μελλοθανάτου
5. αντανάκλαση ακτίνων και μάλιστα ηλιακών, μαρμαρυγή
6. η θερμότητα που προέρχεται από τις φλόγες της φωτιάς
7. το μέρος της εστίας που φωτίζεται και θερμαίνεται από τη φωτιά
8. φρύγανο που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς, προσάναμμα.