ἀντελπίζω

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντελπίζω Medium diacritics: ἀντελπίζω Low diacritics: αντελπίζω Capitals: ΑΝΤΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: antelpízō Transliteration B: antelpizō Transliteration C: antelpizo Beta Code: a)ntelpi/zw

English (LSJ)

   A hope instead or in turn, ἄλλα Th.1.70; ἕτερον πλοῦτον Lib.Decl.26.28.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, wieder hoffen, Thuc. 1, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντελπίζω: συλλαμβάνω νέαν ἐλπίδα πρὸς ἐπανόρθωσιν ἀποτυχίας, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν Θουκ. 1. 70.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντελπίσας;
espérer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐλπίζω.

Spanish (DGE)

esperar a su vez ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.Decl.26.28.

Greek Monolingual

ἀντελπίζω (Α)
αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας.