αντιάω
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Greek Monolingual
ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) αντί
1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά
2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον
3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ
4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία
5.μετέχω σε κάτι, απολαμβάνω
6. αναμετριέμαι με κάποιον
7. έρχομαι για να κηδεύσω κάποιον, για να συμμετάσχω στην τελετή του ενταφιασμού του
8. συναντώ, κάποιον κατά τύχη
9. πλησιάζω ως ικέτης, ικετεύω.