απομιμούμαι

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπομιμοῡμαι, -έομαι)
μιμούμαι ακριβώς, ενεργώ κατ' απομίμηση
νεοελλ.
1. αντιγράφω πρωτότυπο, κατασκευάζω ομοίωμα
2. παραποιώ με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφώ, παραχαράσσω
αρχ.
προσπαθώ να εκφράσω κάτι με κάτι άλλο.