αποπνέω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποπνέω)
1. αναδίδω οσμή, μυρίζω
2. εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω
μσν.
παύω να πνέω
αρχ.
1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όζω
2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι
3. αναγκάζω κάτι ή κάποιον να εκπνεύσει
4. αναπνέω δυνατά
5. αναδίδομαι ως αναθυμίαση, εξατμίζομαι
6. πνέω, φυσάω από κάπου
7. (για φώτα) σβήνομαι.